Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

Διαστημικά απορρίμματα



Πρόκειται για υπολείμματα από διαστημικούς πυραύλους και δορυφόρους που ο άνθρωπος έστειλε στο διάστημα και ξέχασε εκεί,καθώς και διάφορα άλλα διαστημικά σκουπίδια,όχι ανθρώπινης προέλευσης, όπως αναφέρει το iefimerida.gr

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Ο Σιμιγδαλένιος... "Κυριακάτικο" Παραδοσιακό Παραμύθι.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλέας κι είχε μια δυχατέρα. Της έλεγε να την παντρέψει –δεν ήθελε. Της έλεγε για τον έναν, της έλεγε για τον άλλον– κανέναν δεν ήθελε. Του λέει μια μέρα: «Πατέρα, να πας να μου πάρεις ένα τσουβάλι μύγδαλα, ένα τσουβάλι σιμιγδάλι κι ένα τσουβάλι ζάχαρη.»
Πήγε ο πατέρας της και της τα πήρε. Κλειδώθηκε αυτή σε μια κάμαρη. Είπε: «Εγώ θα κλειδωθώ σε μια κάμαρα σαράντα μέρες και να μη με γυρέψετε ντιπ.»
Κλειδώθηκε σε μια κάμαρη, έσπασε τα μύγδαλα, τα καθάρισε, τα ετοίμασε ούλα, έπιασε και ζύμωσε το σιμιγδάλι, τα μύγδαλα και τη ζάχαρη και ιστόρησε έναν άνθρωπο. Αφού τον έφκιασε, κάθισε στο κεφάλι του, τον λιβάνιζε κι έλεγε: «Δε μου μιλείς, μάτια μου; Δε μου μιλείς, φως μου;»
Αυτά τα ’κανε σαράντα μέρες κι έκλαιε. Στις σαράντα μέρες, της λέει αυτός: «Αχ! τι γλυκά κοιμόμουνα και με ξύπνησες!». Άφησε αυτή αμέσως τα κλάματα κι είχε γέλια και χαρές. Ανοίγει τις πόρτες και βγαίνει αυτός όξω. «Νά, λέει, πατέρα, ποιόνα θα πάρω, κι όχι κείνον που μου δίνεις».



Τ’ ακούει ο άλλος βασιλέας, πως του τάδε βασιλέα η δυχατέρα έκαμε ένα σιμιγδαλένιο και τον πήρε άντρα, το μαθαίνει κι η δυχατέρα του αυτουνού, και πέφτει στα μαύρα πανιά να πεθάνει. Ήθελε αυτή το Σιμιγδαλένιο για άντρα.
Αρρώστησε απ’ τον καημό της. Τι να κάμει ο πατέρας της; Συνεννοήθηκε με τη γυναίκα του και είπαν: «Να κάμουμε, γυναίκα, μια φρεγάδα, να την αρματώσουμε και να τη φορτώσουμε χρυσαφικά, γυαλικά, διάφορα, να ‘ρθει ο Σιμιγδαλένιος να ψωνίσει για τη γυναίκα του, να τόνε κλέψουμε.».
Έτσι κι έγινε.


Η γυναίκα του, σαν ήρθε το μεσημέρι, και δεν ήρθε ο Σιμιγδαλένιος να φάει, λέει: «Πού είναι ο Σιμιγδαλένιος; Στη φρεγάδα; –Έφυγε. –Πού πάει; –Ο Κύριος ξέρει». Άρχισε τα κλάματα. Λέει ο πατέρας της: «Παιδάκι μου, μην κλαις. –Να μην κλαίω; Τον άντρα μ’ θέλω. –Μα πού να τόνε βρούμε; Ας μη τον έστελνες να σου πάρει γυαλικά. –Εγώ, λέει, πατέρα, θα φύγω. –Μα πού θα πας, παιδάκι μου; –Θα φύγω» λέει. Σηκώθηκε κι έφυγε.

Δρόμο παίρνει και δρόμο αφήνει. Μέρες, μερόνυχτα γυρίζει. Γίνηκε αγνώριστη. Στο δρόμο, που πήγαινε, βρίσκει μια γυναίκα· Να με γιατρέψεις θεια. –Τι γιατρειά, να σε κάμω; –Εγώ είμαι μάνα κι έχω τον ήλιο γιο. –
Α! λέει, θεια, να καθίσω να του πω για το Σιμιγδαλένιο. –Ου! λέει αυτή. Να καθίσεις; Θα σε φάει. –Ας καθίσω, λέει, θεια. Κρύψε με να του πω κι εγώ τον πόνο μου. –Ου! λέει. Πού να σε κρύψω; Έχω τόπο;» Άρχισε η μέρα μάζευε, έγειρε ο ήλιος. «Άντε, λέει, να φύγεις. Θα ’ρθει ο ήλιος, να σε φάει. –Κρύψε με, λέει, θεια. Κάμ’ ένα καλό, να με κρύψεις». Έκλαιε αυτή, την λυπήθηκε, σηκώνει τη σκούπα, την έκρυψε αποκάτω.

Βασίλεψε ο ήλιος. Σηκώθηκε, πήγε στη μάνα του. «Καλησπέρα, σταυρομάνα. –Καλησπέρα. –Κάπου δω, κάπου κει, κάπου ανθρώπινη ψυχή μυρίζει, λέει ο ήλιος. –Πού να τη βρω, λέει, εγώ την ανθρώπινη ψυχή; Εγώ είμαι η μάνα σου. Θέλεις να με φας; Φάε με. –Ο Θεός να μην το δώσει, μάνα, λέει αυτός».
Κατέβασε η μάνα του το ρακοκάζανο, του ’βανε ψωμιά, φαγιά, έφαγε. Του λέει: «Παιδάκι μ’ πεινάς άλλο; Θέλεις να φας; –Όχι, λέει, δεν πεινώ. –Σα δε πεινάς, λέει, να βγει μια, να σου πει τον καημό της. Βγες, λέει, και συ παιδάκι μ’, να πεις τον καημό σου». Βγήκε αυτή, λέει:

Ήλιε μου, λαμπρέ λαμπρέ και λαμπρογεμισμένε,
εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις,
μην είδες τον αντρούλη μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;

– Πού να τον ιδώ, χριστιανή μου, εγώ; Να πας στο φεγγάρι, που γυρίζει όλη νύχτα. Εγώ το πρωί βγαίνω, το βράδυ έρχομαι. Άντε λέει, μάνα, φίλεψέ την κι ένα καρύδι». Της έδωκε αυτή ένα καρύδι. Τους χαιρέτησε, σηκώθηκε, έφυγε. Έφυγε, πήγε στο φεγγάρι.




Τα ίδια και του φεγγαριού η μάνα. Σαν απόφαγε το φεγγάρι –Βγες, λέει στην κοπέλα, τώρα και συ, να πεις τον καημό σου».
Βγαίνει κείνη. –«Καλημέρα σας. –Καλημέρα».

Φεγγάρι μου, λαμπρό λαμπρό και λαμπρογεμισμένο,
εδώ ψηλά που περπατείς και χαμηλά κοιτάζεις,
μην είδες τον αντρούλη μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;

– Πού να τον ιδώ εγώ; λέει. Εγώ βγαίνω από βράδυ σε βράδυ. Να πας, λέει, στ’ αστέρια, που ’ναι πολλά. Αν δεν τον ιδεί το ένα θα τον ιδεί τ’ άλλο, φίλεψέ την, λέει κι ένα μύγδαλο.»
Παίρνει το μύγδαλο, σηκώθηκε η κακομοίρα, με τα μάτια κλαμένα και την καρδιά της καμένη, και φεύγει. Φεύγει, πηγαίνει στ’ αστέρια, στη μάνα τους. Πάλι τα ίδια.

Αστέρια μου λαμπρά λαμπρά και λαμπρογεμισμένα,
ψηλά οπού διαβαίνετε και χαμηλά κοιτάτε,
μην είδατε τον άντρα μου, που ’ναι σιμιγδαλένιος;

– Πού να τον ιδούμε; λέει ο μεγάλος αστέρας. Εμείς αποβραδίς βγαίνουμε και το πρωί βασιλεύουμε».
Πετάχτηκε και το μικρό τ’ αστεράκι και λέει: «Εγώ, θεια, τον είδα». Του δίνει ένα μπάτσο ο μεγάλος. «Μην το χτυπάς, λέει, αστέρα μου. Άσ’ το να μου πει, γιατί έχω καημό.–Ε! άντε, λέει, να την πας και να ’ρθεις, είπε τότε ο μεγάλος. Δώστε της κι ένα φουντούκι». Την πήρε τ’ αστεράκι, την πήγε.


Σαν έφτασε, λέει στις δούλες: «Δε λέτε της κυράς σας να μ’ αφήσει να καθίσω σ’ ένα καμαράκι; Είμαι ξένη, κι είμαι φτωχιά, αρφανή». Πήγαν οι δούλες, το είπανε. Λέει η κυρά τους: «Άντε, λέει, βάλτε την σ’ ένα παράσπιτο».
Τη βάναν μέσα. Ανέβηκε, κατέβηκε ο Σιμιγδαλένιος, τον είδε αυτή. Κλειδώθηκε η κακομοίρα μέσα κι έκλαιε. Το πρωί ξημερώνει ο Θεός, σπάζει το καρύδι, βγαίνει ένα χρυσό μαγκάνι, απ’ αυτά που καλαμίζουν, σαν υφαίνουν. Έλαμπε ο ήλιος, έλαμπε και το μαγκάνι. Το βλέπουν οι δούλες, το λένε της κυράς τους. «Άντε, λέει, πέστε της, τι γυρεύει να τ’ αγοράσουμε». Πάνε κάτω, της λένε: «Τι γυρεύεις, ν’ αγοράσει η κυρά μας το μαγκάνι; –Εγώ, λέει, δε θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά, ούτε τα πουλώ αυτά με λεπτά. Αυτά αξίζουν ένα βασίλειο».
Πήγαν οι δούλες, τα ’παν αυτά στην κυρά τους. Λέει: «Άντε πέστε της, τι θέλει να της δώσουμε». Παν οι δούλες, την ξαναρωτούνε. Τις λέει αυτή: «Εγώ δε θέλω ούτε γρόσα, ούτε φλουριά, μόνο το Σιμιγδαλένιο να μου δώσει μια βραδιά. –Για τα μούτρα της, λέει η κυρά τους, τον έχω το Σιμιγδαλένιο; –Δεν τόνε δίνεις, λένε, κυρά, μια βραδιά; Τι θα πάθει; –Ε! άντε, λέει, φέρτε το ποτό να τον ποτίσουμε». Πάνε το ποτό, το ποτίζει, κοιμήθηκε αυτός. Τον πήρανε, τον πήγανε.





Τον πήρε αυτή, έστρωσε, τον ξάπλωσε, κλειδώθηκε, στάθηκε αποπάνω του κι έλεγε: 

«Δε μου μιλείς, μάτια μου; Δε μου μιλείς, φως μου; Δεν είμαι γω που σ’ έπλασα; Δεν είμαι γω που σε ιστόρησα;»

Άκουγε αυτός, μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Έφεξε ο Θεός, τον πήραν απάνω.
Έσκασε, πλάνταξε αυτή. Πέρασε μια μέρα, πέρασαν δυο. Σπάζει το μύγδαλο. Βγαίνει μια χρυσή ανέμη. Κατεβαίνουν οι δούλες, τη βλέπουν. «Αχ! κυρά, για σένανε κάνει αυτή η χρυσή ανέμη. –Άντε, λέει, πέστε της, τι θέλει να της δώσουμε, να την πάρουμε κι αυτή». Πάνε της λένε. Λέει: «Εγώ δεν την πουλώ με λεπτά. Να μου δώσετε το Σιμιγδαλένιο μια βραδιά ακόμα». Την καταφέρανε πάλι οι δούλες την κυρά τους, τον πότισε αυτή με το ποτό, της τόνε δώκανε. Κλει τις πόρτες, στέκεται αποπάνω του:

«Δε μιλείς, Σιμιγδαλένιε μου; Δε μιλείς, μάτια μου; Δε μιλείς, φως μου;»
Δε μπορούσε κείνος να μιλήσει. Έφεξε ο Θεός, της τόνε πήρανε πάλι.

Έκλαψε αυτή, πικράθηκε. Τι να κάμει; Σπάζει και το φουντούκι. Σπάζει και το φουντούκι, βγαίνει μια χρυσή κλώσα με τα χρυσά τα πουλάκια. Κατεβαίνουν πάλι οι δούλες, τα βλέπουν, το λένε στην κυρά τους, πάνε πάλι σ’ αυτήν, της λένε τι θέλει να τα δώσει. Γύρεψε πάλι αυτή μια βραδιά το Σιμιγδαλένιο. Με τα πολλά πάλι την καταφέρανε να τόνε δώσει άλλη μια βραδιά.
Παίρνει το ποτό αυτή να τόνε ποτίσει. Αυτός το κατάλαβε, και κει που έκαμε πως θαλά το πιει, το ’χυσε στην τραχηλιά του. Έκαμε ύστερα τον κοιμισμένο. Τον πήρανε, τον πήγανε.
Κλειδώνεται αυτή. Άρχισε πάλι:

«Δε μου μιλείς, Σιμιγδαλένιε μου; Δε μου μιλείς, φως μου; –Ε! λέει κείνος. Σώπα. Εσύ ποια είσαι; –Δεν είμαι γω η γυναίκα σου, που σ’ έπλασα; –Και γίνηκες έτσι; –Έτσι γίνηκα, λέει, γιατί σ’ έχασα και σε γύρευα να σε βρω τόσο καιρό! –Τώρα, λέει, να φύγουμε».

Σηκωθήκανε τη νύχτα, φύγανε. Πήγανε στο παλάτι τους και ζούνε καλά κι εμείς καλύτερα.
Και τα κλάματα που είχε πριν αυτή, τα ’χει η άλλη τώρα. 


Η νεράιδα και το μαντήλι της...

Η νεράιδα και το μαντήλι της...

Ήταν μια φορά ένας πολύ ωραίος νέος και πολλά κορίτσια ήθελαν να τον πάρουν άντρα, μα αυτός δεν ήθελε να πάρει καμία από τις γυναίκες του κόσμου, μόνο ήθελε να πάρει νεράιδα. Και οι νεράιδες τον ενοστιμεύονταν και πολλές φορές έρχονταν και το επείραζαν. Εδοκίμασε πολλές φορές να πλησιάσει καμία από δαύτες, αλλά ποτέ δεν το κατόρθωσε. Το λοιπόν, μια μέρα ρώτησε μια γριά μπαμπόγρια, τι πρέπει να κάνει για να πάρει μια απ’ τις νεράιδες γυναίκα. Και η γριά του είπε: «σαν έρθουν οι νεράιδες να σε πειράξουν και θα σου μιλούν, συ κοίταξε πως θα πάρεις μιανής το μαντήλι. Κι α’ θέλεις να μένει πάντα μαζί σου και να μη σου φύγει ποτέ, πρέπει να βάλεις το μαντήλι στο φούρνο και να το κάψεις. Αλλά μπορεί όμως και να πεθάνει από τη λύπη της αν το κάμεις αυτό. Για τούτο, το καλύτερο είναι να το κρύψεις. Μα να προσέχεις μη σε γελάσει και σου ξαναπάρει το μανήλι. Έτσι θα σ’ ακολουθήσει όπου κι αν πας».

Όταν λοιπόν ήρθαν πάλι οι νεράιδες και τον πείραζαν, εκεί που του μιλούσαν, εχύθει αυτός απάνω σε μία και τη στιγμή που πήγε αυτή να πετάξει στον αέρα, της έπεσε το μαντήλι της και τ' άρπαξε εκείνος και το ‘χωσε στον κόρφο του. Η νεράιδα τον παρακαλούσε να της το δώσει πίσω και του λέγε: «Δώσ’ μου Γιάννη το μαντήλι! Δώσ’ μου το καημένε και γω να κάμω ότι θέλεις». Ο νέος όμως δεν της έκαμε τη χάρη και της είπε μονάχα πως θέλει να την πάρει γυναίκα. Οι άλλες νεράιδες πέταξαν στον αέρα και εχάθηκαν. Αυτή δεν μπορούσε πλιό να πετάξει κι έμεινε με το Γιάννη. Την επήγε λοιπόν αυτός στο σπίτι του, την παντρεύτη κι έκαμε παιδιά με δαύτη.

Εκείνη όμως ήταν πάντα πικραμένη και στενοχωρημένη, και σε καμιά γιορτή και σε κανένα πανηγύρι δεν ήθελε ν’ αλλάξει φορέματα και να στολιστεί και να κάμει ότι κάνουν οι άλλες γυναίκες. Ο Γιάννης που έβλεπε το μαράζι της γυναίκας του, ελυπότανε πολύ. Και μια μέρα που ήταν γιορτή και πήγαιναν όλοι στο χορό όξω από το χωριό, και η νεράιδα ζητούσε με τα κλάιματα το μαντήλι από τον άντρα της, τη συμπόνεσε εκείνος και ήθελε να της το δώσει. Μόνο εφοβόταν μην του φύγει όταν θα το πάρει και γι’ αυτό της είπε: «Σ’ το δίνω να πας στο χορό, μόνο πρέπει να μου τάξεις πως θα γυρίσεις στο σπίτι και δεν θα φύγεις, αλλιώς δεν θα σ’ το δώσω». Του το έταξε και του είπε μάλιστα: «Τώρα πλιό να σ’ αφήσω, ύστερα από τόσα χρόνια, και που έχω καμωμένα παιδιά με σένα;». Έτσι της το ‘δωσε το μαντήλι και αυτή άλλαξε τα φορέματά της και στολίστηκε. Και με μιας έλαμψε το σπίτι από την ομορφιά της γιατί σα νεράιδα που ήταν, ξεπερνούσε όλες τις γυναίκες στην ομορφιά. Πήγε λοιπόν στο χορό και άστραψε ο τόπος και όλοι όσοι ήσαν εκεί να κοιτάζουν και ν’ αφήνουν το θάμα τους. Και αυτή πήγε μπρουστέλα στο χορό και με μια ψιλή και γλυκιά φωνή άρχισε να λέει ένα τραγούδι πο’ ‘σκιζε την πέτρα και μάραινε καρδιές. Και σαν έκαμε τρεις γύρους στο χορό, σείστηκε, λυγίστηκε, κούνησε το μαντήλι της κι έκαμε μια «Ι, ι, ι!» και πέταξε στον αέρα για ν’ ανταμώσει τις συντρόφισσές της κι εχάθηκε. Κι έτσι ο Γιάννης έχασε τη γυναίκα του.

Παραμύθια του τόπου μου

Μεσσηνιακά παραμύθια του 19ου
(Την καταγραφή έκανε ο Δημήτρης Ι. Γεωργακάς (συντάκτης του Ιστορικού λεξικού της Ελληνικής γλώσσας)  και δημοσιεύτηκε στο "Μεσσηνιακόν έτος" το 1938)
http://www.kalamatablogs.gr/%CE%9C%CE%B5%CF%81%CF%8C%CF%80%CE%B7_%CE%9C%CE%B5%CF%83%CF%83%CE%B7%CE%BD%CE%AF%CE%B1%CF%82/2010/10/10/%CE%9C%CE%95%CE%A3%CE%A3%CE%97%CE%9D%CE%99%CE%91%CE%9A%CE%91_%CE%A0%CE%91%CE%A1%CE%91%CE%9C%CE%A5%CE%98%CE%99%CE%91_%CE%A4%CE%9F%CE%A5_19%CE%BF%CF%85_%CE%B1%CE%B9.